ανταρκτικός

ανταρκτικός
-ή, -ό (Α ἀνταρκτικός, -ή, -όν)
ο αντίθετος προς τον αρκτικό (πόλο, κύκλο, ζώνη), γενικότερα αυτός που ανήκει στο Νότιο Ημισφαίριο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η Ανταρκτική
η νοτιότερη ήπειρος της υδρογείου
εκτείνεται σχεδόν συμμετρικά γύρω από τον Νότιο Πόλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνταρκτικός — antarctic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταρκτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται αντίκρυ από την άρκτο (το βοριά), ο νότιος: Ο νότιος πόλος λέγεται και ανταρκτικός. 2. το θηλ., Ανταρκτική ως κύρ. όν., σημαίνει τη γύρω από το νότιο πόλο ήπειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνταρκτικῶν — ἀνταρκτικός antarctic fem gen pl ἀνταρκτικός antarctic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικόν — ἀνταρκτικός antarctic masc acc sg ἀνταρκτικός antarctic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικοῖς — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικοῦ — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτική — ἀνταρκτικός antarctic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικήν — ἀνταρκτικός antarctic fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταρκτικῷ — ἀνταρκτικός antarctic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Antarktika — Antarktika …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”